- υπεριπταμαι
- ὑπερίπταμαιArst., Plut., Luc. = ὑπερπέτομαι См. υπερπετομαι
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υπερίπταμαι — ὑπερίπταμαι ΝΑ πετώ πάνω από μια περιοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἵπταμαι «πετώ», μτγν. τ. τού πέτομαι] … Dictionary of Greek
ὑπερίπταμαι — ὑπερπέτομαι fly over pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)